Τον Απρίλη του 1997, το ένα παιδί μου αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα στο ξεκίνημα της επαγγελματικής του ζωής, απ’ αυτά που όλα τα παιδιά αντιμετωπίζουν, εξ αιτίας κακόβουλων ανταγωνιστικών συμπεριφορών κάποιων συναδέλφων στο χώρο δουλειάς.
Εκείνο το βράδυ, σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να ενδυναμώσω το παιδί μου και να το οπλίσω με θάρρος και αυτοπεποίθηση. Τότε σκέφτηκα ότι ο καλύτερος τρόπος θα ήταν να μιλήσω από καρδιάς και έτσι προέκυψε το ποίημα αυτό:
εσύ να συνεχίσεις άφοβα το δρόμο.
Να μη σταθείς, το βλέμμα μη λοξεύεις.
Ίσια κορμί, με λεβεντιά όσο μπορείς να το ψηλώσεις.
Κι’ αν περπατώντας δύσκολα σου τύχουν
κι’ αντάρα και μαυρίλα σε τυλίξουν,
το δρόμο απ’ τα μάτια σου αν χάσεις,
σαν καρυδότσουφλο η θύελλα αν σε κλωνίζει ,
τα μάτια της ψυχής σου να στηλώσεις
σε δρόμους, που το πνεύμα σου χαράζει
και ώσαμε το τέρμα διάβαινέ τους,
σίγουρος πως εκεί ότι ποθείς θα τό’βρεις
Κουράγιο άντλησε απ΄ του μυαλού σου τις πηγές,
γιομάτες ως απάνω απ’ το νερό της γνώσης
Στηρίξου σε κλαδιά πλεγμένα από εμπειρίες,
που στη ζωή σου λίγο-λίγο τις μαζεύεις.
Μην σε πλανεύουν καυxησιές των άλλων,
που δίχως δισταγμό ξεδιάντροπα εκστομίζουν
Εσύ μην παρασύρεσαι απ’ το στόμφο,
που όσο πιο μεγάλος τόσο τζούφιες σκέψεις.
Να ξεμακραίνεις με σπουδή από τους τέτοιους,
να μην ενδίδεις, μην τροφή τους δίνεις
να συνεχίζουν κορδωμένοι ν’ αλαλάζουν,
να χαίρονται γιατί ‘ναι πρώτοι απ’ όλους
Μ’ αυτά είναι κίβδηλη χαρά, ανικανοποίητη,
γιατί στο βάθος ξέρουν πόσο αξίζουν
και προσπαθούν τα μέσα τους να κρύψουν
με ασημόσκονη, κι’ αυτή ‘ναι νοθευμένη.