Ζητείται ιστορικός για την ελληνική λογοτεχνία

Οι παλιές Ιστορίες εξαντλήθηκαν και οι νέες περιμένουν τον συγγραφέα τους. Τι δείχνουν τα πρακτικά ενός συνεδρίου που εκδίδονται από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Με 600 σελίδες, 33 μελετήματα και μια θεματολογία που καλύπτει έναν αιώνα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 ως την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, τα πρακτικά του συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στη μνήμη του κριτικού και ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Αλέξανδρου Αργυρίου (1921-2009) τον Μάιο του 2011 στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο και τυπώθηκαν στον τόμο Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, 2012), αποτελούν ντοκουμέντο.

Ο τόμος αφενός μεν αποτυπώνει τη διασπορά, την κατάσταση και τη δυναμική των νεοελληνικών σπουδών σε μια κρίσιμη στιγμή της Ιστορίας στην οποία οι νεοελληνικές φιλολογικές σπουδές συρρικνώνονται όχι μόνο με τη σταδιακή κατάργηση εδρών σε περιώνυμα πανεπιστήμια του εξωτερικού, αλλά και με τις επερχόμενες αλλαγές του σχεδίου «Αθηνά» στον ελλαδικό χώρο. Αφετέρου δε κατοπτρίζει τη διαδρομή και τις αναζητήσεις της ιστοριογραφίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη μετά Αργυρίου εποχή, κατά την οποία η μεταπολιτευτική και σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία γυρεύει τον ιστορικό της.

Εξηντάρηδες και πενηντάρηδες οι περισσότεροι συνεργάτες του τόμου, μέλη της αφρόκρεμας της νεοελληνικής φιλολογίας, αντιπροσωπεύουν τη χρυσή εποχή των νεοελληνικών σπουδών (1970-2000), όταν οι αλλοδαποί ερευνητές μελετούσαν με προσήλωση τη νεοελληνική γλώσσα (Πίτερ Μάκριτζ), ερευνούσαν ακάματα την ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας (Μάριο Βίτι) και ενδιαφέρονταν να καταστήσουν γνωστά και ελκυστικά στο αλλόγλωσσο κοινό πρώιμα κείμενα της νεοελληνικής παράδοσης (Ρόντρικ Μπίτον).

Παράλληλα με την έκρηξη της έρευνας της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, μελετητές στην Ελλάδα, συντονισμένοι με τις νέες λογοτεχνικές θεωρίες, αναπτύσσουν ζωηρή ερευνητική και ερμηνευτική δραστηριότητα που μαρτυρεί η θεματολογία του συνεδρίου για τον Αργυρίου και το εύρος των προσεγγίσεων: Η λογοτεχνία του 20ού αιώνα παρατηρείται μέσα από τον φακό του γλωσσικού ζητήματος, ταξινομείται με όρους ειδολογικούς, ερμηνεύεται στη βάση των εθνικών σκοπιμοτήτων και των ιδεολογικών συγκρούσεων, εξετάζεται με τα εργαλεία του έμφυλου λόγου, εκτιμάται η εναρμόνισή της με τα ευρωπαϊκά αισθητικά ρεύματα.

Μια σειρά Ιστοριών της νεοελληνικής λογοτεχνίας που γράφονται στο διάστημα αυτής της χρυσής εποχής – αρχής γενομένης από την Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (ΜΙΕΤ, 1978) του καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Λίνου Πολίτη (1906-1982), ο οποίος θεωρείται ότι συνέβαλε «στη διαμόρφωση της νεοελληνικής φιλολογίας σε πραγματική επιστήμη» – συντελούν στη συστηματική ανάπτυξη της ιστοριογραφίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Μόνο τα τελευταία δεκαπέντε-είκοσι χρόνια, χάρη στην Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία (Νεφέλη, 1996) του Ρόντρικ Μπίτον, στην ένατη έκδοση της Ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Γνώση, 2000) του Κ. Θ. Δημαρά, στη νέα, ξαναγραμμένη, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Οδυσσέας, 2003) του Μάριο Βίτι και στην οκτάτομη Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της (Καστανιώτης, 2001-2007) του Αλέξανδρου Αργυρίου ο διάλογος για την ιστορική αφήγηση της λογοτεχνίας μας και τις προϋποθέσεις της συγγραφής της βρισκόταν στην επικαιρότητα των φιλολογικών συζητήσεων.

Το πάγιο επαναλαμβανόμενο αίτημα για τη συγγραφή μιας νέας, πολύτομης και συλλογικής Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας – η έκβαση των συζητήσεων αυτών – κρύβεται σε μια διατύπωση στον πρόλογο του ανά χείρας τόμου, που υπογράφουν οι επιμελητές Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης και Δημήτρης Τζιόβας. Οι μελέτες του τόμου, γράφουν, «συγκροτούν μια εναλλακτική, πολυπρισματική και ιστορικά προσανατολισμένη θεώρηση της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα».

Το ερώτημα στο οποίο δεν δίνουν απάντηση ούτε οι επιμελητές ούτε οι μελετητές που πραγματεύονται στο τέταρτο μέρος ζητήματα της ιστοριογραφίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας είναι πώς θα συγκροτηθούν όλες αυτές οι προσεγγίσεις σε μια νέα αφήγηση, πώς από τις προτάσεις «για μια Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», όπως δηλώνεται στον τίτλο του τόμου, θα περάσουμε στο ιστοριογραφικό αποτέλεσμα.

Οι ερευνητές που επισκέπτονταν τον Αλέξανδρο Αργυρίου στο διαμέρισμά του στην Πλουτάρχου στο Κολωνάκι είτε για να τον συμβουλευθούν για πραγματολογικές πληροφορίες που θησαυρίζονταν στο απύθμενο μνημονικό του είτε για να ανατρέξουν σε κάποιο τεκμήριο της τεράστιας βιβλιοθήκης του τον έβρισκαν τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του διαρκώς απασχολημένο με τη συγγραφή της Ιστορίας του. Οσο ζούσε ο Αργυρίου είχαμε τη βεβαιότητα ότι μια Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας γραφόταν. Ως τις τελευταίες στιγμές του ετοίμαζε τον ένατο τόμο της Ιστορίας του, με τις κριτικές αποτιμήσεις του για το ογκώδες υλικό που είχε καταθέσει στους προηγούμενους τόμους. Σήμερα, τέσσερα χρόνια αργότερα, ξέρουμε ότι προς το παρόν μια νέα Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας δεν γράφεται.

Ο Αργυρίου και οι διάδοχοι
Ο διάδοχος του Αργυρίου θα πρέπει να αναζητηθεί στον χώρο των καθηγητών Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια, διότι είναι γνωστή η σύνδεση των Ιστοριών της λογοτεχνίας με την πανεπιστημιακή διδασκαλία, όπως υποστηρίζει σε αναλυτικό μελέτημά της στον εν προκειμένω τόμο η Βενετία Αποστολίδου. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα ο κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου αποτελούσε εξαίρεση σε μια σειρά ιστοριογράφων της λογοτεχνίας (Κ. Θ. Δημαράς, Λίνος Πολίτης, Μάριο Βίτι, Ρόντρικ Μπίτον) που ήταν πανεπιστημιακοί δάσκαλοι.

Στον χώρο της πανεπιστημιακής κριτικής ανήκουν στην πλειονότητά τους και οι συμμετέχοντες στον τόμο – με την εξαίρεση των λογοτεχνικών κριτικών Αλέξη Ζήρα, Ελισάβετ Κοτζιά και Βαγγέλη Χατζηβασιλείου -, αρκετοί από τους οποίους έχουν τοποθετηθεί δημόσια για την κατεύθυνση την οποία θα πρέπει να ακολουθήσει η Νεοελληνική Λογοτεχνική Ιστοριογραφία μετά τον Αργυρίου.

Το νέο που εισήγαγε ο Αργυρίου στην ιστοριογραφία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ήταν η συγχρονική προσέγγιση του λογοτεχνικού φαινόμενου. Αφήνοντας στη σκιά τον μελετητή που κρίνει και αξιολογεί εκ των υστέρων, κατέγραψε την πρόσληψη των έργων τη στιγμή που εμφανίζονται και συνέδεσε το λογοτεχνικό έργο με την εποχή του και την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία παράγεται.

Τι επιτάσσει η εποχή
Διευρύνοντας την οπτική του και αξιοποιώντας την πλούσια παρακαταθήκη του Αρχείου Αργυρίου που έχει δωρηθεί στο Μουσείο Μπενάκη και του ηλεκτρονικού αρχείου του Αργυρίου που παραχώρησε ο ίδιος στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, έχει διατυπωθεί με διάφορες ευκαιρίες πρόσφατα και παλαιότερα – όπως στη στρογγυλή τράπεζα με θέμα τις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, που διοργάνωσε στην Αθήνα το 2004 το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, παρόντων του Αργυρίου και του Βίτι – ότι οι ιστοριογράφοι της πολύτομης, συλλογικής και πολυσυλλεκτικής Ιστορίας της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας θα πρέπει πλέον να ενσωματώσουν στη μελέτη και στην αισθητική αποτίμηση του λογοτεχνικού προϊόντος και την ιστορία των ειδών, των μεταφράσεων, του περιοδικού Τύπου, των εκδοτικών οίκων και των βιβλιοπωλείων, του γούστου του αναγνωστικού κοινού, των μπεστ σέλερ, των λογοτεχνικών βραβείων, της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση.

Η εποχή μας απαιτεί να κατακτηθούν τα ανεξερεύνητα εδάφη της λογοτεχνίας ως θεσμού, ως επικοινωνιακού φαινομένου και ως εμπορικής δραστηριότητας και να συνεκτιμηθούν σε μια αφήγηση για τις συνθήκες παραγωγής και κατανάλωσης της λογοτεχνίας μας, όχι μόνο στον 20ό αιώνα, αλλά και στους προηγούμενους οκτώ αιώνες παρουσίας της. Αν στο συνέδριο συζητήθηκαν οι προϋποθέσεις και οι τρόποι υλοποίησης μιας τέτοιας Ιστορίας της Λογοτεχνίας, αυτό δεν αποτυπώνεται στα πρακτικά.

Βρίσκουμε όμως νύξεις για την αναγκαιότητα του εγχειρήματος: «Τα ζητήματα τα σχετικά με το αναγνωστικό κοινό και το αγοραστικό κοινό της εποχής, την έκδοση, τη διακίνηση και την εμπορία του βιβλίου, την κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων κτλ. παραμένουν σχεδόν terra incognita» γράφει στο μελέτημά του για την κριτική της δεκαετίας του 1920 ο Χ. Λ. Καράογλου. Πρώτες παρατηρήσεις για την οικονομία της ποίησης επιχειρεί στο μελέτημά της η Τιτίκα Δημητρούλια και η Ελισάβετ Κοτζιά καταπιάνεται με την εμφάνιση του ευπώλητου μυθιστορήματος στην Ελλάδα μετά το 1985.

Η αναγκαιότητα της σύγχρονης οπτικής
«Οι εθνικές κρίσεις δημιουργούν πάντα την ανάγκη της ιστορικής γνώσης» σημειώνει στο δικό του μελέτημα στον τόμο ο Αλέξης Πολίτης, οδηγώντας στη σκέψη ότι στην εθνική κρίση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στον χώρο της οικονομίας αλλά και του πολιτισμού και του βιβλίου η κατάκτηση της ιστορικής γνώσης επιβάλλεται. Αφενός επειδή, σύμφωνα με τις πρώτες παρατηρήσεις, η νέα γενιά συγγραφέων διαβάζει κυρίως μεταφρασμένη λογοτεχνία και αγνοεί ή έχει λειψή γνώση της νεοελληνικής λογοτεχνίας εξίσου του απώτατου όσο και του πολύ πρόσφατου μεταπολεμικού παρελθόντος. Αφετέρου επειδή η έλλειψη στέρεης ιστορικής γνώσης διευκολύνει την εξάπλωση αυτού που ο Νάσος Βαγενάς αποκαλεί στο μελέτημά του στον τόμο «θεωριακό ιμπρεσιονισμό»: το θάμπωμα από τη θεωρία, που οδηγεί μερίδα της νεοελληνικής κριτικής σε ερμηνευτικά εξαγόμενα τα οποία συσκοτίζουν και παραμορφώνουν το πεδίο που επιχειρεί αυτή η κριτική να φωτίσει.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης στην οποία το τοπικό και το παγκόσμιο, το εθνικό και το αλλότριο επαναπροσδιορίζονται με καινοφανείς όρους, η ελληνική λογοτεχνία έχει ανάγκη από μια Ιστορία ιδωμένη μέσα από μια σύγχρονη οπτική. «Η Ιστορία της λογοτεχνίας μοιάζει με συνεχή ανακατώματα της τράπουλας, δηλαδή διαρκείς ανασυγκροτήσεις, ανακατατάξεις και επινοήσεις νέων οπτικών και νέων ερωτημάτων» γράφει στον τόμο ο Δημήτρης Τζιόβας. Το ζητούμενο τώρα είναι: πόσος χρόνος χρειάζεται στη μετά Αργυρίου εποχή για να αρχίσει η νέα παρτίδα, για να ξεκινήσει η υλοποίηση της προσδοκίας για μια νέα αφήγηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας;

Πηγή : tovima.gr