Ανέσυρα
πάλι από τις παλιές μου σημειώσεις ένα ποιηματάκι, και θέλω να το
δημοσιεύσω, μια και είμαι σε μια περίοδο ανοίγματος ψυχής και
εκμηστηρεύσεων. Γράφω και δυο λόγια για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες
γράφτηκε, για να θυμίσω σε δικούς μου ανθρώπους και για να μοιραστώ τα
συναισθήματά μου με όσους τους αγγίξει το θέμα.
Ήταν καλοκαίρι του
1983. Βρισκόμουν στο εξοχικό μας με την γυναίκα μου την Πέπη και τα δυο
παιδιά μου, μικρούλια, 8 χρόνων η Μαρία και 3 ετών ο Κώστας.
Εκείνο
το βράδυ είχα μεγάλη στενοχώρια, γιατί η Μαρία είχε αρρωστήσει και το
θερμόμετρο είχε χτυπήσει τα 40. Η Πέπη ήταν όλο ανησυχία και παρόλον ότι
ήταν μια από τις συνηθισμένες καταστάσεις που περνούν τα μικρά παιδιά,
μας είχε επηρεάσει πολύ η κατάσταση. Όλοι ξέρουμε ότι είναι άλλο πράγμα
να εκλογικεύεις μια κατάσταση που αφορά τα άλλα παιδιά και άλλο να την
βιώνεις εσύ στα δικά σου παιδιά.
Η αδυναμία μου να κάνω κάτι, για να
ανακουφίσω το παιδί μου και να ηρεμήσω την Πέπη με οδήγησε στο να γράψω
το ποιηματάκι που σας παρουσιάζω σήμερα.
Έλα γλυκούλι μου μην κλαις
ηρέμησε και στάσου
δώσε μου το χεράκι σου
να σβήσω τη φωτιά σου.
Κι’ αν τώρα κάτι σε πονά
καρδούλα μου μη σκιάζεις
εγώ ‘μαι ‘δω η μαννούλα σου.
Αυγούλα μη χαράζεις,
δως μου το χρόνο να κοιτώ
μάτια γλυκά μελένια
να χάνομαι στο βλέμμα τους
να σβήνει κάθε έννοια
Καμάρι μου, ο πυρετός
σε καίει σε ναρκώνει
σφιγμένα τα χειλάκια σου
και η καρδιά μου λιώνει
Πώς τ’ άντεξε κουκλίτσα μου
η αρρώστεια να σε ρίξει
κι’ απ’ το κορμάκι σου ζωή
με δόλο να ρουφήξει;
Μοίρες καλές να τρέξετε
σκορπίστε παλι μύρο
ν’ ανοίξουν τα ματάκια του
να λάμψουν όλα γύρω