Η κληρονομιά μας δεν πουλιέται

Οι αντιδράσεις στην πρακτική του μουσείου Τίσεν-Μπορνεμίτσα να δημοπρατήσει ένα έργο για να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του

Θα πουλούσατε έργο ενός μουσείου για να αντιμετωπίσετε τα οικονομικά του προβλήματα; Το ερώτημα για μια χώρα όπως η Ελλάδα, της οποίας το πλήθος των μουσείων είναι ταγμένο στη φύλαξη και στην ανάδειξη αρχαιοτήτων, δεν θα μπορούσε παρά να είναι υποθετικό. Πώς θα ήταν δυνατόν να βγάλει στο σφυρί την πολιτιστική κληρονομιά της… Ορισμένα πράγματα άλλωστε, ακόμη και σε εποχές πλήρους κατάρρευσης των αξιών, παραμένουν ψηλά.
Ο διευθυντής του μεγάλου ισπανικού μουσείου Τίσεν-Μπορνεμίτσα το έπραξε όμως. Η δικαιολογία του σοβαρή, δεδομένου ότι το μουσείο αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης, το οποίο εντάθηκε με την οικονομική κρίση. Αλλά και η πράξη του τολμηρή, αφού παρέδωσε έναν από τους πίνακες των συλλογών του προκειμένου να δημοπρατηθεί από τους Christie’s. Αντίστοιχη ενέργεια στην Ελλάδα δύσκολα θα τη διανοούνταν κανείς. Οχι μόνον όσον αφορά την πώληση αρχαιοτήτων και γενικότερα έργων και αντικειμένων που έχουν χαρακτηριστεί μνημεία, διότι αυτό απαγορεύεται ρητώς από το Σύνταγμα και από τον Αρχαιολογικό Νόμο, αλλά και σύγχρονων έργων, τα οποία μπορούν να διακινηθούν ελεύθερα.
Από την άλλη, τα αμερικανικά μουσεία πουλάνε εδώ και χρόνια έργα τους για διάφορους λόγους. Η ουσιώδης διαφορά με την Ισπανία είναι ότι για πρώτη φορά, τουλάχιστον ομολογημένα, η κίνηση αυτή γίνεται λόγω οικονομικών δυσχερειών. Ασχέτως αν το έργο του ρομαντικού τοπιογράφου Τζον Κόνσταμπλ φθάσει στο ζητούμενο ποσό των 21 εκατ. στερλινών, ο διευθυντής του Τίσεν-Μπορνεμίτσα ανοίγει ένα παράθυρο σφραγισμένο καλά ως σήμερα, αναφορικά με τη διαχείριση των μουσείων διεθνώς.

Αϋλη κληρονομιά
«Ακόμη κι αν επιτρεπόταν από τον νόμο, ακόμη κι αν είχα άδεια να το κάνω, δεν θα πουλούσα ποτέ έργο του μουσείου» απαντά στην ερώτηση ο καθηγητής κ. Νίκος Σταμπολίδης, διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, ενός από τα λίγα ιδιωτικά αρχαιολογικά μουσεία της χώρας. «Μόνο πάνω από το πτώμα μου!» είναι εξάλλου η αντίδραση της δόκτορος Αγγελικής Κοτταρίδη, η οποία ως προϊσταμένη της ΙΖ’ Εφορείας Αρχαιοτήτων έχει στην ευθύνη της το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων της Βεργίνας, τα αρχαιολογικά μουσεία Πέλλας και Βέροιας, καθώς και το Βυζαντινό Βέροιας.
Η διαφορά άλλωστε μεταξύ ενός αρχαίου αντικειμένου και ενός σύγχρονου έργου τέχνης είναι ειδοποιός, αφού ένα έργο ζωγραφικής ή γλυπτικής παράχθηκε για να πουληθεί, αντίθετα με τις αρχαιότητες, που είναι ευρήματα ανασκαφών και υπήρξαν κάποτε ιδιοκτησίες ανθρώπων. «Είναι υλικά έργα, αλλά η υπόστασή τους είναι άυλη» τονίζει η κυρία Κοτταρίδη. «Τι θα μπορούσα δηλαδή να πουλήσω; Ενα χρυσελεφάντινο κομματάκι από την κλίνη του Φιλίππου;».
Σύμφωνα με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο ωστόσο, η πώληση έργων για την Εθνική Πινακοθήκη (και για τα μουσεία σύγχρονης τέχνης) δεν είναι απαγορευτική. Η διευθύντριά της κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι όμως αρνητική σε κάθε πιθανότητα πώλησης. «Προσωπικά δεν θα το τολμούσα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να πάρω μια τέτοια απόφαση, ακόμη και σε έσχατη ανάγκη» δηλώνει.

Οι προτάσεις
Το ερώτημα επομένως της οικονομικής ενίσχυσης των μουσείων παραμένει. Ετσι η αναζήτηση νέων τρόπων χρηματοδότησής τους είναι επιτακτική. «Σε έσχατη ανάγκη θα ζητούσα από τους υποψήφιους αγοραστές να “υιοθετήσουν” ένα έργο, αφήνοντάς το όμως στη θέση του, στο μουσείο» προτείνει ο κ. Σταμπολίδης, ενώ για την κυρία Κοτταρίδη απαιτείται ευελιξία και ευρηματικότητα: «Οταν οι Αμερικανοί πουλούν το δικαίωμα συμμετοχής σε μια ανασκαφή αντί 3.000 δολαρίων και όταν οι Σκοπιανοί με τους Βούλγαρους πράττουν το ίδιο προς 1.500 δολάρια για δύο εβδομάδες, είναι φανερό ότι αυτό που χρειαζόμαστε και εμείς είναι μια νέα πολιτιστική στρατηγική» λέει.
Η ίδια θα «πουλούσε» επίσης τη συμμετοχή σε εργαστήρια που θα κατασκευάζουν προϊόντα με την αρχαία τεχνογνωσία – υφαντά, κεραμικά, μεταλλικά έργα, εικόνες -, τα οποία θα διατίθενται στη συνέχεια στο εμπόριο. Ακόμη DVD, παιχνίδια και διαδικτυακές εφαρμογές. Αλλά και τη δικτύωση αρχαιολογικών χώρων για την παροχή περισσότερων υπηρεσιών στους επισκέπτες. Γιατί δεν γίνονται όμως όλα αυτά;
«Είμαστε έτοιμοι για την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου σχετικά με τη διαχείριση των μουσείων» λέει η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού κυρία Λίνα Μενδώνη. «Γιατί με τους ισχύοντες νόμους μια χορηγία μπορεί να μη φθάσει ποτέ στον φορέα για τον οποίο προορίζεται, και αυτό εξαιτίας της εγγραφής της στον τακτικό προϋπολογισμό, ενώ και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, που έχει την αρμοδιότητα παραγωγής αντιγράφων και άλλων προϊόντων για τα πωλητήρια, είναι ξεπερασμένο προ πολλού» παραδέχεται η ίδια.
«Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να σπάσουμε τα ταμπού και τα κατεστημένα του ΤΑΠ και να λάβουμε υπ’ όψιν τη λογική της αγοράς» καταλήγει η κυρία Μενδώνη. Και φαίνεται ότι σήμερα αυτό δεν είναι μόνον αναγκαίο. Είναι υποχρεωτικό.

Στοιβαγμένα στις αποθήκες
Μικρά πήλινα λυχναράκια, ομοιόμορφα μεταξύ τους, κατά εκατοντάδες. Θραύσματα αγγείων κατά χιλιάδες. Στοιβαγμένα αναγκαστικά στις αποθήκες των μουσείων ή των Εφορειών Αρχαιοτήτων πολλά ευρήματα των ανασκαφών που δεν παρουσιάζουν ξεχωριστό αρχαιολογικό ενδιαφέρον παραμένουν σε αχρηστία. Η παραχώρησή τους απαγορεύεται, παρά τις προτάσεις που έχουν διατυπωθεί για την πώληση ή δωρεά τους σε μουσεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα και γενικότερα σε φορείς του εξωτερικού που προάγουν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
«Δεν υπάρχει λόγος να πωληθούν γιατί η οικονομική τους αξία δεν είναι τέτοια που να λύνει κάποιο πρόβλημα. Αντίθετα, και το μικρότερο από αυτά έχει την ιδιαίτερη σημασία του για τους επιστήμονες» λέει η αρχαιολόγος κυρία Αγγελική Κοτταρίδη. Για τον καθηγητή κ. Νίκο Σταμπολίδη ωστόσο αποτελούν μια ευκαιρία προβολής της χώρας: «Μπορεί να πωληθούν ή να δωρηθούν, με την προϋπόθεση όμως πάντα ότι θα φέρουν τα στοιχεία της “ταυτότητάς” τους και ότι θα εκτίθενται σε κοινόχρηστους χώρους. Γιατί έτσι θα μπορούσε να αποτελούν ένα κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς σε άλλον τόπο».

Πηγή : tovima.gr