Είναι γνωστό τοις πάσι, ότι η ερωτική λογοτεχνία, έπειτα από αρκετά χρόνια που βρισκόταν στον πάγο, έχει πάρει τα πάνω της.
Την αρχή έκαναν οι εκδόσεις Μεταίχμιο, επανεκδίδοντας μερικά από τα αριστουργήματα του είδους. Ακολούθησαν οι εκδόσεις Πατάκη, που με το “Πενήντα Αποχρώσεις Του Γκρι”, έκαναν την επιτυχία της χρονιάς που φεύγει, για να ολοκληρώσουν τον κύκλο οι εκδόσεις Τουλίπα και η τριλογία “Crossfire”.
Και ενώ όλοι οι υπόλοιποι εκδοτικοί αναζητούν το βιβλίο εκείνο που θα μπορέσει να κάνει την διαφορά και να ξεχωρίσει, ώστε να γίνει το απόλυτο αναγνωστικό φετίχ, οι εκδόσεις Λιβάνη έρχονται με τη σειρά τους να μας παρουσιάσουν το πρώτο βιβλίο της τριλογίας “Ογδόντα Ημέρες”, δημιούργημα δύο πολύ διάσημων όπως λέγεται συγγραφέων, οι οποίοι κρύβουν την ταυτότητα και τις συνδυασμένες τους προσπάθειες, πίσω από το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, Vina Jackson.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την ζωή της Σάμερ Ζάχοβα ή για να είμαστε πιο ακριβείς, γύρω από την σεξουαλική της ζωή και ταυτότητα, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψει, ποια πραγματικά είναι και τι είναι αυτό που αποζητά, ώστε να αισθανθεί ολοκληρωμένη. Η σχέση της με τον Ντάρεν, δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτό που χρειάζεται και έτσι, αποφασίζει να τον αφήσει. Αυτό που δεν εγκαταλείπει όμως ποτέ, είναι το βιολί της και η μουσική που βγαίνει από αυτό, κάτι που την φέρνει στην έκταση εκείνη που θα ήθελε να την οδηγήσει και μια ερωτική σχέση. Τότε είναι που εμφανίζεται ο Ντόμινικ, ένας γοητευτικός άντρας που έχει τις δικές του εμμονές και ανάγκες, ο οποίος γοητεύεται από την Σάμερ που του γίνεται εμμονή. Όταν το βιολί της Σάμερ καταστρέφεται, ο Ντόμινικ, προσφέρεται να το αντικαταστήσει με αντάλλαγμα, ένα κονσέρτο μόνο για εκείνον, κάτι που η Σάμερ δέχεται χωρίς σκέψη. Τότε είναι που ανάμεσά τους ξεκινά ένα επικίνδυνο παιχνίδι που μπορεί να τους οδηγήσει αμφότερους στα άκρα καθώς, η απόλαυση και η ικανοποίηση, δεν έρχονται χωρίς κόστος στην τόσο παράξενη και ιδιόμορφη σχέση τους.
Πριν πω περισσότερα, θα πρέπει να τονίσω ότι το “Ογδόντα Ημέρες”, δεν είναι ένα ανάγνωσμα για όλους. Η αισθητική και η φιλοσοφία του, παραπέμπουν σε εκείνη του Μαρκήσιου Ντε Σαντ γι’ αυτό, όσοι τον έχετε διαβάσει και σοκαριστήκατε από την γραφή του, καλύτερα να επιλέξετε κάτι άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τους υπέρμετρα ρομαντικούς που δεν μπορούν να δεχτούν την σκοτεινή πλευρά της σεξουαλικής φύσης του ανθρώπου, δεν την κατανοούν και δεν την καταλαβαίνουν, όχι απλά γιατί δεν τους ταιριάζει αλλά, γιατί αρνούνται να δεχτούν ότι για μερικούς ανθρώπους, αυτή είναι η αλήθεια της καθημερινότητάς τους. Κακά τα ψέματα… το βιβλίο μιλάει για τον φετιχισμό και τον ορισμό της υποταγής και άσχετα από το ότι, όσον αφορά το περιγραφικό σκέλος, δεν καταφεύγει σε προκλητικές ακρότητες, είναι σε θέση να σοκάρει έναν πιο συντηρητικό αναγνώστη. Προς θεού, δεν εννοώ ότι πρέπει να είσαι χαλαρών ηθών για να σου αρέσει αλλά, όπως και να το κάνουμε, πρέπει να είσαι αυτό που λένε, open minded.
Η σχέση της Σάμερ και τον Ντόμινικ, κάθε άλλο παρά συμβατική είναι. Άλλωστε, σκοπός των συγγραφέων δεν είναι να εξερευνήσουν τόσο τα συναισθηματικά κίνητρα κι ερεθίσματά τους αλλά, την σκοτεινή μεριά της ανθρώπινης φύσης και σεξουαλικότητας, μάρτυρας των οποίων είναι και οι ίδιοι. Και οι δυο τους, κυριεύονται από ένστικτα τα οποία είναι πάνω από αυτούς αναζητώντας μια μορφή ηδονής που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υποταγή αλλά και τον πόνο. Αλλά όσον αφορά το μεταξύ τους παιχνίδι, η σχέση τους, είναι δούνε και λαβείν, μέχρι την στιγμή τουλάχιστον που το να προκαλέσουν ο ένας τον άλλον οδηγώντας τον στα άκρα, τους κατευθύνει σταδιακά στο χείλος του γκρεμού. Όμως στο επίκεντρο βρίσκεται κατ’ εξοχήν η Σάμερ, η οποία είναι λιγότερο συνειδητοποιημένη από τον Ντόμινικ, πιο πρόθυμη να φτάσει στα άκρα, ρισκάροντας ακόμα και την ίδια την πνευματικότητά της και την ψυχική της ισορροπία. Φτάνει στα όριά της και δεν διστάζει να τα ξεπεράσει μάλιστα, στην προσπάθειά της να κατανοήσει ποια πραγματικά είναι και τελικά αναρωτιέμαι… αυτό οφείλεται στην αδυναμία της να ελέγξει τα πάθη της ή στην αστείρευτη τόλμη της που ασυνείδητα την οδηγεί στο να δοκιμάσει τα πάντα, προκειμένου να απορρίψει ότι δεν της ταιριάζει;
Κατά την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου, προσπαθούσα να αποφασίσω αν τελικά, μου άρεσε ή όχι. Ολοκληρώνοντάς το κατέληξα στο συμπέρασμα πως ναι, μου άρεσε και μάλιστα ιδιαιτέρως, για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Το ψυχολογικό προφίλ των κεντρικών χαρακτήρων αν και ακραίο, δεν είναι μη ρεαλιστικό, όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε πως ζούμε σε έναν ιδανικό κόσμο. Υπάρχουν άνθρωποι των οποίων η καθημερινότητα, είναι ίδια με τη δική τους και δεν μπορούμε να τους ακυρώνουμε. Από την άλλη, η αφήγηση γίνεται με τέτοιον τρόπο που έχουμε τη δυνατότητα, σε ένα πρωτοπρόσωπο επίπεδο αφήγησης να δούμε, τόσο την οπτική της ίδιας της Σάμερ, κατανοώντας σε βάθος τα συναισθήματά της και τους λόγους των αποφάσεών της, όσο και ένα τριτοπρόσωπο επίπεδο, που μας επιτρέπει να έχουμε μια πιο σφαιρική εικόνα των γεγονότων, πως αντιλαμβάνονται τις εξελίξεις οι περιφερειακοί χαρακτήρες, ο ίδιος ο Ντόμινικ και οι απλοί παρατηρητές, βλέποντας ουσιαστικά την ίδια κατάσταση, μέσα από διαφορετικά και πολλαπλά πρίσματα, όπως ακριβώς στην πραγματική ζωή.
Η ροή της αφήγησης είναι σταθερά ανοδική, με σημεία κορύφωσης και χαλάρωσης, εξισορροπώντας έτσι το σύνολο ώστε να διατηρεί μεν κάποια στοιχεία προκλητικότητας, χωρίς ωστόσο να αγγίζει τα όρια του πρόστυχου, προκαλώντας τα όρια του αναγνώστη, σεβόμενη προφανώς το γεγονός ότι δεν θα είναι όλοι όσοι πέσει στα χέρια τους εξίσου ανοιχτόμυαλοι. Η γραφή των συγγραφέων διακρίνεται από μια αδιαμφισβήτητη δυναμική, που συναρπάζει και σε καθηλώνει από την πρώτη, μέχρι και την τελευταία γραμμή. Η παθιασμένη με την μουσική Σάμερ και ο τρόπος που αυτή την κυριεύει και κατευθύνει τα βαθύτερα ένστικτά της, είναι τουλάχιστον γοητευτικός, όπως και ο τρόπος και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να αναδυθεί η σκοτεινή πλευρά του καταλυτικού πάθους και της ανάγκης μερικές φορές, ορισμένων ανθρώπων, να κάνουν την ηθική, συναισθηματική και σεξουαλική υπέρβαση, προκειμένου να φτάσουν στα όρια της απόλαυσης, έστω κι αν ρισκάρουν ακροβατώντας πάνω σε μια πολύ λεπτή και ακαθόριστη διαχωριστή γραμμή. Αν μη τι άλλο, ένα μυθιστόρημα έκπληξη.
Από τη Γιώτα Παπαδημακοπούλου
Πηγή : culturenow.gr